- σφαιροειδεῖς
- σφαιροειδήςglobularmasc/fem acc plσφαιροειδήςglobularmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
εχίνοψη — (echinopsis). Διάφορα φυτά της οικογένειας των συνθέτων είναι γνωστά με αυτό το όνομα. Ανάμεσά τους είναι πόες, συνήθως πολυετείς, με αγκαθωτά φύλλα που μοιάζουν με φτερά. Τα άνθη τους, που είναι συγκεντρωμένα σε σφαιροειδείς ταξιανθίες, είναι… … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
περλίτης — Πέτρωμα που χαρακτηρίζεται όχι τόσο από τη χημική ή ορυκτολογική του σύσταση, όσο από τη δομή του κατά «μικρές σφαίρες» (πέρλες): η δομή του αυτή οφείλεται στη συστολή, λόγω ψύξης, όταν ακόμα η μάζα του είναι σε κατάσταση τήξης έτσι σχηματίστηκαν … Dictionary of Greek
ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
υαλοκέφαλος — ο, Ν (ορυκτ.) ινώδες μικροκρυσταλλικό συσσωμάτωμα ορυκτού, με ακτινωτή διάταξη και έντονη λάμψη, το οποίο περατώνεται εξωτερικά σε βοτρυοειδείς ή σφαιροειδείς επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Glaskopf < Glas «ύαλος … Dictionary of Greek
χαλάζι — Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από… … Dictionary of Greek